ατονος

ατονος
    ἄτονος
    ἄ-τονος
    2
    1) расслабленный, вялый Plut., Diod., Luc.
    

ἄτονον φωνεῖν Arst. — обладать слабым голосом

    2) грам. безударный

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ατονος" в других словарях:

  • ἄτονος — slackness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτονος — η, ο (AM ἄτονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος 2. «άτονες λέξεις» εκείνες που δεν τονίζονται νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός 2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος 3. φρ. «άτονο έλκος» δυσκολοθεράπευτη… …   Dictionary of Greek

  • άτονος — η, ο επίρρ. α 1. χαλαρός, αδύναμος: Η απάντησή σου ήταν μάλλον άτονη. 2. όχι ζωηρός, ξέθωρος: Τα χρώματα του πίνακα είναι πολύ άτονα. 3. αυτός που δεν τονίζεται: Οι τύποι «ο», «η», «οι» του άρθρου είναι άτονοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτονώτερον — ἄτονος slackness masc acc comp sg ἄτονος slackness neut nom/voc/acc comp sg ἄτονος slackness adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτονος — ἄτονος , ἄτονος slackness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονωτέρων — ἄτονος slackness fem gen comp pl ἄτονος slackness masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονώτατα — ἄτονος slackness adverbial superl ἄτονος slackness neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονώτατον — ἄτονος slackness masc acc superl sg ἄτονος slackness neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόνως — ἄτονος slackness adverbial ἄτονος slackness masc/fem acc pl (doric) ἀ̱τόνως , ἀτονόω weaken imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτονόω weaken imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτονον — ἄτονος slackness masc/fem acc sg ἄτονος slackness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονωτέροις — ἄτονος slackness masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»